- μετανίσομαι
- μετανῑσομαι1 seek after νιν (= πλοῦτον) — σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (v. l. μετανίσσεαι) P. 5.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek